φάμπρικα — η (λ. ιταλ.) 1. εργοστάσιο: Οι εργάτες της φάμπρικας. 2. μτφ., τρόπος πλάγιος και απατηλός, με τον οποίο πετυχαίνει κανείς κάτι, τέχνασμα: Με τις φάμπρικές του ξεγελάει τους αφελείς. 3. μτφ., η δημιουργία περίπλοκης υπόθεσης χωρίς λόγο: Ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Michail Misunov — (Michalis Misunov) (born 1964 in Moscow) is a retired basketball player. He started his career in Šibenik in Šibenka and played in Aris BC in the period 1987–1997 and won 4 championships (1988, 1989, 1990, 1991), 4 cups (1988, 1989, 1990, 1992).… … Wikipedia
φαμπρικάντης — και φαμπρικάντες, ο, Ν εργοστασιάρχης, βιομήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricante (βλ. λ. φάμπρικα)] … Dictionary of Greek
φαμπρικάρης — ο, Ν [φάμπρικα] ιδιοκτήτης φάμπρικας, φαμπρικάντης … Dictionary of Greek
φαμπρικάρω — Ν 1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα 2. μτφ. μηχανεύομαι, σοφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricare (βλ. λ. φάμπρικα)] … Dictionary of Greek
fabrică — FÁBRICĂ, fabrici, s.f. Întreprindere industrială care foloseşte un sistem de maşini şi de instalaţii tehnice în vederea executării operaţiilor de transformare a materiei prime în produse finite, în serie şi în cantităţi mari. ♢ expr. (fam.) A lua … Dicționar Român